- νύγδην
- νύγδην (Α)επίρρ. με νύξη, με κέντημα, κεντώντας, τσιμπώντας.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- τού νύσσω* «κεντώ, τρυπώ με αιχμηρό εργαλείο» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-νύγ-ην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. συλλήβ-δην)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νύγδην — by pricking indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)